καρώνω

καρώνω
(Α καρῶ, -όω)
βυθίζω κάποιον σε βαθύ ύπνο, σε λήθαργο, αποκαρώνω, ναρκώνω, ζαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα *kr- (καρ-) τής ΙΕ ρίζας *ker- «κεφάλι, κέρατο» και συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφάλι».
ΠΑΡ. κάρωσις, καρωτικός, καρωτίς
αρχ.
κάρος, καρός, καρώδης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκαρώνω
αρχ.
υποκαρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάκαρο — (I) το και ανάκαρα, η 1. σωματική δύναμη, αντοχή, κουράγιο 2. καλή ψυχική διάθεση, όρεξη 3. ησυχία, ευκαιρία 4. θάρρος, τόλμη, αντρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. ανάκαρο, το < ανάκαρα, η < ανακαρώνω αναλογικά προς το κάρα < καρώνω κατά το σχήμα πείνα… …   Dictionary of Greek

  • αποκαρώνω — (Α ἀποκαρῶ, όω) κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω νεοελλ. 1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον 2. η μτχ. αποκορωμένος, η, ο (με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή… …   Dictionary of Greek

  • καρώ — (I) καρώ, ἡ (Α) το φυτό κάρον*, το κύμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω τής ομοιότητας τού σπόρου τού φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»]. (II) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”