- καρώνω
- (Α καρῶ, -όω)βυθίζω κάποιον σε βαθύ ύπνο, σε λήθαργο, αποκαρώνω, ναρκώνω, ζαλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα *kr- (καρ-) τής ΙΕ ρίζας *ker- «κεφάλι, κέρατο» και συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφάλι».ΠΑΡ. κάρωσις, καρωτικός, καρωτίςαρχ.κάρος, καρός, καρώδης.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκαρώνωαρχ.υποκαρώ].
Dictionary of Greek. 2013.